- συγκληρονόμος
- -ο /συγκληρονόμος, -ον, ΝΑ [κληρονόμος](κυρίως το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η συγκληρονόμοςαυτός που κληρονομεί από κοινού με άλλον ή με άλλουςνεοελλ.(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) (αστ. δίκ.) αυτός που μετέχει σε κληρονομική διαδοχή βάσει διαθήκης ή από τον νόμο.
Dictionary of Greek. 2013.